- ἀεροκώνωπες
- ἀεροκώνωψmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεροκώνωπες — ἀεροκώνωπες, οι (Α) μυθικά όντα (η λ. στον Λουκιανό). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀὴρ + κώνωψ, ωπος] … Dictionary of Greek